- φωτοσύνθεση
- [-ις (-εως)] η фотосинтез
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτοσύνθεση — η, Ν 1. βιολ. διεργασία με την οποία τα πράσινα φυτά και ορισμένοι μικροοργανισμοί μετατρέπουν τη φωτεινή ενέργεια σε χημική ενέργεια, διεργασία κατά την οποία η φωτεινή ενέργεια δεσμεύεται και χρησιμοποιείται για τη μετατροπή τού νερού, τού… … Dictionary of Greek
φωτοσύνθεση — η 1. (χημ.), η σύνθεση οργανικών ουσιών ή χημικής ένωσης από τα φυτά με τη βοήθεια του φωτός. 2. τυπογραφική μέθοδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοσύνθεση ή χλωροφυλλική λειτουργία — Σύνολο χημικών αντιδράσεων, που πραγματοποιούνται κάτω από την επίδραση του ηλιακού φωτός σε όλα τα πράσινα μέρη του φυτού, δηλαδή στα μέρη που περιέχουν χλωροφύλλη. Η χημική αυτή ουσία μπορεί να πάρει από τον ατμοσφαιρικό αέρα διοξείδιο του… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ριβουλόζη — η, Ν (βιοχ.) 1. σακχαροκετόζη με 5 άτομα άνθρακα, η οποία, υπό την μονοφωσφορική και διφωσφορική μορφή της, υπεισέρχεται στη δέσμευση τού διοξειδίου τού άνθρακα CO2 κατά τη φωτοσύνθεση, καθώς και σε άλλες μεταβολικές οδούς, όπως εκείνη τής… … Dictionary of Greek
φωτοσυνθετικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοσύνθεση ή γίνεται με φωτοσύνθεση («φωτοσυνθετικά βακτήρια») 2. φρ. α) «φωτοσυνθετική μηχανή» (τυπογρ.) (καταχρ.) μηχάνημα φωτοστοιχειοθεσίας β) «φωτοσυνθετικός οργανισμός» βιολ. οργανισμός που… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
χλωροφύλλη — Πράσινη χρωστική ουσία των φυτών, που έχει την ικανότητα να μετατρέπει την ενέργεια του ηλιακού φωτός που ακτινοβολείται σε χημική ενέργεια. Πράγματι, με βάση το νερό και το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας, η χ. συνθέτει υδατάνθρακες· κατά… … Dictionary of Greek
απόβλητα — Ουσίες οι οποίες αποβάλλονται στο περιβάλλον ως άχρηστα προϊόντα μιας διεργασίας. Επομένως, α. αποκαλούνται όλες οι θεωρούμενες άχρηστες ουσίες που προέρχονται από τις λειτουργίες των οργανισμών αλλά και από τις διάφορες παραγωγικές… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
ευφωτική ζώνη — Η ζώνη των υδάτινων οικοσυστημάτων, η οποία ξεκινά από την επιφάνεια του νερού και φτάνει μέχρι βάθος όπου υπάρχει αρκετό φως για να γίνει φωτοσύνθεση από τους φυτικούς οργανισμούς. Ως κατώτερο όριό της θεωρείται η επιφάνεια στην οποία η ένταση… … Dictionary of Greek